πόνσι

πόνσι
το, Ν
βλ. ποντς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ποντς — και πόντσι και πόνσι και πούντσι και πουντς και παντς, το, Ν είδος αλκοολούχου ποτού το οποίο παρασκευάζεται συν. από πέντε συστατικά, κρασί, χυμό πορτοκαλιού, σόδα, ζάχαρη και κομμάτια φρούτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. punch, πιθ. < αρχ. ινδ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”